Δεν ήταν ό ίδιος κτύπος της καμπάνας φέτος. Δεν ζούσε ο λαός τη χαρά της Ανάστασης. Ένας λαός σκλαβωμένος, όπως στα χρόνια της Αξονικής κατοχής, δεν εορτάζει Ανάσταση. Δεν είχε ο κόσμος τη χαρά και το γέλιο στα χείλη του. Η ανησυχία, η αβεβαιότητα, η επερχόμενη φτώχια, τα κάθε είδους και λογής δεινά που περιμένουν τη χώρα μας, τα διαισθάνεται ο λαός της.
Τον Απρίλιο του 1941, τα στρατεύματα του Wilhelm List, εισέβαλαν και κατέλαβαν την Ελλάδα. Οι Έλληνες έκλεισαν τα παράθυρά τους, αλλά και την καρδιά τους. Το σκοτάδι πλάκωσε πάνω στην Ελλάδα. Ο γαλανός της ουρανός έγινε γκρίζος και σκοτεινός. Όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα… Η μπότα του κατακτητή, ήταν ο μόνος ήχος που ακούονταν. Η χώρα βυθίστηκε στην ανυπαρξία. Όμως…!
Όμως, η ελπίδα δεν χάθηκε. Η σπίθα συνέχισε να καίει μέσα στο σωρό στις στάχτες, που άφησε ο πόλεμος. Ακόμα και μέσα στα καπνίζοντα αποκαΐδια, υπήρχε η προσμονή για Ανάσταση. Τότε ήταν αλλιώς. Την ελπίδα την συντηρούσαν οι αδάμαστοι Έλληνες. Οι Έλληνες πατριώτες. Το υγιές κύτταρο του λαού, ο Στρατός, δεν είχε καταστραφεί. Διαλυμένος, σακατεμένος, οι περισσότεροι, αξιωματικοί και στρατιώτες που επέζησαν, στην ψυχή τους υπήρχε το σθένος για έναν νέον αγώνα. Για λευτεριά.
Υπήρχαν οι πολιτικοί ηγέτες. Παλαιοκομματικοί, φθαρμένοι, γερασμένοι, συκοφαντημένοι, αλλά, Έλληνες. Έλληνες πατριώτες! Υπήρχαν οι στρατιωτικοί, απότακτοι από τα διάφορα κινήματα, σαρακοφαγωμένοι από την παραμονή τους στις φυλακές. Κακοπορεμένοι από τις εξορίες. Αλλά, το βλέμμα τους, σκληρό. Δυνατό. Το σώμα τους, παρά τις όποιες αδυναμίες, έτοιμο να δώσει νέους αγώνες. Και η ψυχή τους. Η ψυχή τους, ψυχή λιονταριού, να κατασπαράξει κάθε εχθρό της πατρίδας!
Η πατρίδα δέχτηκε το χτύπημα του κατακτητή, αλλά δεν υποτάχθηκε. Σε όλες τις συγκεντρώσεις, σε όλα τα σπίτια, σε κάθε κουβέντα, το ζήτημα ήταν η λευτεριά. Η αποτίναξη του ξένου ζυγού. Ο Έλληνας ένοιωθε αυτό το βάρος στον σβέρκο του και δυσανασχετούσε. Και περίμενε. Περίμενε την ώρα, που το σάλπισμα του αγώνα, ο νέος Θούριος του Ρήγα, θα αντιλαλούσε σε κάμπους και βουνά πέρα ως πέρα. Και αυτό έγινε. Γιατί έγινε; Έγινε γιατί, καθώς περιγράφω, υπήρχαν οι αδάμαστοι Έλληνες.
Σήμερα η χώρα μας βρίσκεται πάλι υπό κατοχή. Μία ομάδα απάτριδων, ευτελών πολιτικάντηδων, δημαγωγών της συμφοράς, ξενόφερτων, Ελληνεπώνυμων εχθρών της Ελλάδος, εισέβαλε και με ύθλους κατέλαβε την εξουσία. Εξαπάτησε τον Ελληνικό λαό, του υποσχέθηκε καλύτερες ημέρες και αντ’ αυτού, υπέταξε τη χώρα του στους άθλιους εκμεταλλευτές, στους διεθνείς τοκογλύφους. Κανένας δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να πουλήσουμε έστω και μία πέτρα από την εθνική κληρονομιά μας. Σε κανέναν δεν αναθέσαμε να μας σώσει. Δεν είπαμε, αν δεν έφθαναν τα λεφτά που εισπράττει το κράτος από διάφορες πηγές, ότι, πουλάμε την Ελλάδα μας για να εισπράττουν τις παχυλές αμοιβές οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι γραμματείς, οι διάφοροι παρατρεχάμενοι όλων αυτών των σιχαμερών υποκειμένων της διαφθοράς και της καταστροφής. Δεν είπαμε, ακόμα, αν δεν έφθαναν τα λεφτά, αφού θα παραιτούνταν των αποδοχών οι στυλοβάτες της διαφθοράς και της ρεμούλας, ότι θα απαιτούσαμε να πάρουμε για ένα διάστημα μισθούς και συντάξεις.
Μπορούσε, μία κυβέρνηση, να εξοικονομήσει τα χρήματα. Πόσα εκατομμύρια ξοδεύει κάθε χρόνο η Προεδρία της Δημοκρατίας; Γιατί τόσος πληθυσμός περιφέρεται μέσα εκεί στα παλαιά Ανάκτορα, τα οποία καταργήσαμε για να μην σπαταλιέται το δημόσιο χρήμα και τώρα μας κοστίζει πολύ περισσότερο από ό,τι κόστιζε με τους βασιλιάδες; Μπορούσε πολλά να κάνει μία κυβέρνηση για να προστατεύσει τη χώρα. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν, η κυβέρνηση αυτή να αποτελείται από Έλληνες. Από Έλληνες πατριώτες.
Κανένας, μα κανένας λόγος δεν υπήρχε, να τεθεί η χώρα μας υπό κατοχή. Ποιος έδωσε στον κ. Παπανδρέου και την παρεούλα του, το δικαίωμα, να μας θέσει υπό διεθνή έλεγχο; Αν πράγματι υπήρχε τόσο μεγάλη ανάγκη, που σαφώς δεν υπήρχε, γιατί δεν έκανε δημοψήφισμα να ζητήσει την έγκριση του λαού; Με ποιο δικαίωμα πούλησε την εθνική γη μας χωρίς να μας ρωτήσει; Ποιός τον έχρισε κηδεμόνα των Ελλήνων, αυτόν τον ξένο που ήρθε εδώ για να ζήσει και στο τέλος μεταβλήθηκε σε Wilhelm List;
Δεν μελέτησε ο κ. Παπανδρέου, ούτε τα μέλη της παρεούλας του, την Ελληνική Ιστορία. Δεν μελέτησε ούτε την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων. Είναι αλήθεια ότι, ο πατέρας του, ο καταστροφέας-δημαγωγός, αφιόνισε τον Ελληνικό λαό και τον προετοίμασε να δεχθεί τη δουλεία. Σήμερα, φαίνεται πως τη δέχεται. Αλλά, ο Έλληνας, είναι από τη φύση του ατίθασος. Μόλις θα καταλάβει την έκταση της ατιμίας που του έκαμαν οι πολιτικάντηδες που ρίχτηκαν στον σβέρκο του, τότε είναι σίγουρο πως θα αντιδράσει. Δεν θα αφήσει να του πάρουν το σπίτι του οι κάθε είδους τοκογλύφοι. Δεν θα στηθούν επιγραφές σε σφηνοειδή γραφή στην εθνική του κληρονομιά.
Αυτοί που διέπραξαν την ατιμία, να μην εφησυχάζουν. Τα γιαουρτώματα και οι αποδοκιμασίες, είναι πράξεις που προκαλούν το γέλιο. Η εκδίκηση δεν εκδηλώθηκε ακόμα.
Η καμπάνα της Ανάστασης, δεν κτύπησε εφέτος. Αυτό που ακούστηκε, ήταν ήχος θλιβερός, ήχος βραχνός, ήχος πόνου και αγανάκτησης. Τη χαρά μας την πήραν οι ξενόφερτοι απάτριδες που ξεπούλησαν τη χώρα μας. Αλλά, ο ήχος ο χαρμόσυνος δεν θ’ αργήσει να κτυπήσει. Δεν ξέρω αν θα είναι ήχος καμπάνας ή ήχος αγανάκτησης ενός λαού που προδόθηκε και ζητάει εκδίκηση. Μακάρι να είναι το πρώτο. Γιατί, το δεύτερο, θα συνοδευτεί από πράξεις που … μακάρι η Ελλάδα να μην αναγκασθεί να ξαναζήσει…
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΣΟΥΚΑΛΗ