Η Πέμπτη 6 Μαΐου, όταν ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος η παράδοση της χώρας στον μηχανισμό κατοχής Ε.Ε. και ΔΝΤ, θα καταγραφεί στην ιστορία με τα μελανότερα χρώματα. Τι ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα;
«Δεν άκουσα και δεν έχει ακούσει κανένας εναλλακτική λύση. Πολύ θα το θέλαμε. Πείτε, εξηγήστε τι θα συμβεί αν χρεοκοπήσει η χώρα, αν κηρύξει στάση πληρωμών. Τι θα γίνει με τους μισθούς και τις συντάξεις, που όλοι κοπτόμαστε, κατά τα άλλα; Τι θα γίνει, κύριοι της Ν.Δ., με ένα κράτος που δεν μπορεί να δώσει τίποτα; Τι θα γίνει με τις καταθέσεις των κόπων του ελληνικού λαού σε μια οικονομία που θα καταρρεύσει;» (Βουλή, 6.4).
Όταν ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του εκφράζουν την «αγωνία» τους για «αποφυγή της χρεοκοπίας», δεν εννοούν τη δεδομένη πτώχευση της χώρας, αλλά τη διασφάλιση με κάθε μέσο και τρόπο των τεράστιων υπερκερδών που προσδοκούν να απομυζήσουν από τη χώρα οι αγορές. Έτσι πιστεύουν οι ευρωκρατούντες ότι θα συγκρατήσουν το ευρώ, του οποίου η επιβίωση, μέρα με τη μέρα, γίνεται όλο και πιο αμφίβολη.
Μιλάμε δε για δεδομένη πτώχευση της χώρας, όχι μόνο επειδή οι αγορές τη θεωρούν ως τέτοια και ποντάρουν σ’ αυτήν, αλλά κυρίως διότι ο ίδιος ο χαρακτήρας του προγράμματος «στήριξης» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ το εξασφαλίζει. Κι αυτό επειδή τα 110 δισ. ευρώ που υπόσχεται – στον βαθμό που θα δοθούν – όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της πλήρους αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους, αλλά το επιδεινώνουν καταδικάζοντας την Ελλάδα στη χειρότερη ύφεση της μεταπολεμικής ιστορίας της.
Πρόκειται στην ουσία για πρόσθετο δανεισμό της χώρας με όρους και προϋποθέσεις επαχθείς. Γι’ αυτό τον λόγο και ο κ. Παπακωνσταντίνου έφερε την τροπολογία στη Βουλή που του δίνει εν λευκώ εξουσιοδότηση να κλείνει συμβάσεις με την «τρόικα» δίχως να είναι υποχρεωμένος να τις φέρνει στο κοινοβούλιο και να αποκαλύπτει έτσι το περιεχόμενό τους.
Ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του Κέντρου Μελετών για Ευρωπαϊκές Πολιτικές, ενός ινστιτούτου που χρηματοδοτείται από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ε.Ε. και την ίδια την Κομισιόν, εκτίμησε πρόσφατα ότι για κάθε 1% μείωση του ΑΕΠ της Ελλάδας σε κρατικές δαπάνες, η συνολική ζήτηση της χώρας πέφτει κατά 2,5% του ΑΕΠ. Αν λοιπόν η κυβέρνηση μειώσει πράγματι τις δαπάνες κατά 15% του ΑΕΠ, το αρχικό σοκ στη ζήτηση μπορεί να υπερβεί το 30% του ΑΕΠ. Ανάλογες εκτιμήσεις κάνουν σχεδόν όλοι οι διεθνείς αναλυτές, που βλέπουν την πτώση του ΑΕΠ της χώρας για την τριετία ανάμεσα στο 25% και το 37%.
Αυτό σημαίνει εκτίναξη της επίσημης ανεργίας στο 30% και αντίστοιχη πτώση του καθαρού τζίρου της αγοράς με πάνω από τα δύο τρίτα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να κλείνουν. Τα δεδομένα αυτά θα σημάνουν αναπόφευκτα δημοσιονομική κατάρρευση και μια μακροχρόνια ύφεση, που πολλοί εκτιμούν ότι ίσως να μην είναι αντιστρέψιμη.
Αυτό έκανε τον Σάιμον Τζόνσον, οικονομικό σύμβουλο του ΔΝΤ και του προέδρου των ΗΠΑ, να γράψει στις 7 του μηνός ότι:
«Η Ελλάδα πρέπει να καταλήξει σε μια αναδιάρθρωση του χρέους. Το πρόγραμμα του ΔΝΤ το κάνει ολοφάνερο: Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να πραγματοποιήσει ένα σύνολο από 19% του ΑΕΠ σε περικοπές, μόνο και μόνο για να καταλήξει με 149% του ΑΕΠ σε χρέος και έναν λογαριασμό στο διηνεκές για να πληρώνει στους Γερμανούς, Γάλλους και άλλους ξένους ομολογιούχους περίπου το 10% του ετήσιου εισοδήματος μόνο και μόνο για να καλύπτει τους τόκους;».
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε εκατοντάδες ανάλογες εκτιμήσεις από κάθε είδους αναλυτή της διεθνούς αγοράς, των τραπεζών και θεσμικών επενδυτών, που καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: η αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας είναι ζήτημα χρόνου! Γι’ αυτό η αγορά φέρεται αδυσώπητα στην Ελλάδα, ώστε οι κερδοσκόποι ομολογιούχοι να ισχυροποιήσουν τη θέση τους σε αναμονή μιας αναδιαπραγμάτευσης, που πάντα προηγείται της αναδιάρθρωσης του χρέους.
Τι είναι η αναδιάρθρωση του χρέους
Αναδιάρθρωση του χρέους γίνεται όταν μια χώρα δηλώνει επίσημα ότι αδυνατεί να πληρώσει τους δανειστές της και προχωρά σε πτώχευση. Προηγείται ένας κύκλος διαπραγματεύσεων με τους δανειστές ομολογιούχους. Συνήθως οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκινούν πριν καν η χώρα δηλώσει επίσημα πτώχευση και προχωρήσει σε στάση πληρωμών. Όπως ακριβώς κάνει σήμερα και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία εδώ και ένα μήνα έχει προσλάβει ξένους διαμεσολαβητές, όπως την εταιρεία Lazard, που ειδικεύονται στην αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους.
Τι αφορούν αυτές οι διαπραγματεύσεις; Πρώτα και κύρια την αντικατάσταση των ομολόγων που έχουν ήδη στα χέρια τους οι δανειστές του ελληνικού κράτους με νέα μεγαλύτερης διάρκειας και διαφορετικής αξίας. Με τον τρόπο αυτόν το κράτος δεν απαλλάσσεται από το χρέος του, απλά προσπαθεί να το μεταθέσει για αργότερα.
Φυσικά αυτό δεν γίνεται με το αζημίωτο. Οι ομολογιούχοι, για να συμφωνήσουν να ανταλλάξουν τις αξίες που κρατούν με τις νέες αξίες που προσφέρει το κράτος, ζητούν μεγάλες αποζημιώσεις και πολλά ανταλλάγματα. Έτσι μια τέτοια διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους καταλήγει όχι απλά να μεταθέτει το πρόβλημα του χρέους, αλλά να αυξάνει σημαντικά και το κόστος της εξυπηρέτησής του.
Ορισμένες φορές, κυρίως ύστερα από παρέμβαση του ΔΝΤ, εκτιμάται ότι το χρέος είναι τόσο μεγάλο ώστε το κράτος αδυνατεί να το πληρώσει ακόμη κι αν το μεταθέσει στο αόριστο μέλλον. Τότε, έπειτα πάντα από συμφωνία με τους ομολογιούχους, το κράτος εκδίδει νέα ομόλογα με μειωμένη αξία έναντι των παλιών. Έτσι η Αργεντινή εξέδωσε νέα ομόλογα το 2003 προς αντικατάσταση των παλαιών, στο 30% της αξίας που είχαν τα παλιά. Με αυτόν τον τρόπο διαγράφεται ένα μέρος των χρεών της χώρας, που συνεχίζει να αποπληρώνει το υπόλοιπο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ευνοείται η χώρα. Κι αυτό διότι εξαρτάται από τους κατόχους των νέων ομολόγων και τις αποζημιώσεις και τα ανταλλάγματα που ζητούν. Στην περίπτωση της Αργεντινής, παρ’ ότι υπήρξε διαγραφή χρεών κατά 70%, το υπόλοιπο 30% βρέθηκε στα χέρια των πιο αδίστακτων επενδυτικών κεφαλαίων, που ονομάζονται «γύπες» (vulture funds), που συνέχισαν να πιέζουν αδιαλείπτως την Αργεντινή ζητώντας τεράστιες αποζημιώσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν η Αργεντινή να οδηγηθεί φέτος πάλι στον δανεισμό από τη διεθνή αγορά ομολόγων, με επιτόκια πάνω από 15%, ώστε να βρει τα χρήματα για να αποζημιώσει τους «γύπες» ομολογιούχους. Έτσι μια εντυπωσιακή μονομερής διαγραφή χρέους, η πιο σημαντική των τελευταίων χρόνων, έκλεισε άδοξα, με τη χώρα να ξαναπέφτει στα χέρια των διεθνών τοκογλύφων!
Η άρνηση του χρέους
Με ποιο όπλο λοιπόν μπορεί ένα κράτος να εκβιάσει ή να πιέσει τους δανειστές του, ιδίως όταν πρόκειται για διεθνείς τοκογλύφους και κερδοσκόπους; Μόνο ένα: την άρνηση πληρωμής του χρέους. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι εκπρόσωποι του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό, όταν τη δεκαετία του ’80 οι χώρες της Λατινικής Αμερικής είχαν βρεθεί σε παρόμοια κρίση χρέους και κινδύνευαν κυρίως οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ, αλλά και διεθνώς, να υποστούν μεγάλες ζημιές από μια ενδεχόμενη παύση πληρωμών, ο Κίσινγκερ έτρεξε και ξεκαθάρισε τη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί για να «διασωθεί η παγκόσμια οικονομία»: «Το πρώτο βήμα είναι να αλλάξουμε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης: πρέπει να αφαιρεθεί από τους οφειλέτες – όσο είναι δυνατόν – το όπλο της παύσης πληρωμών. Οι βιομηχανικές δημοκρατίες χρειάζεται επειγόντως να προσφέρουν κάποιο είδος κρατικής βοήθειας έκτακτης ανάγκης προς τα απειλούμενα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό θα μειώσει τόσο την αίσθηση πανικού όσο και τη δυνατότητα των οφειλετών να εκβιάζουν» (Newsweek, 24.1.1983).
Έπειτα από πολλές πιέσεις, όλες οι υπερχρεωμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής ακολούθησαν τον δρόμο του Κίσινγκερ. Αποδέχτηκαν δηλαδή τις «βοήθειες» και προχώρησαν σε αναδιαπραγμάτευση του χρέους αντί να αρνηθούν μονομερώς να το πληρώσουν, όπως απαιτούσαν οι λαοί αυτών των χωρών. Το αποτέλεσμα ήταν, ύστερα από σχεδόν δυο δεκαετίες άγριας λιτότητας, μαζικής εξαθλίωσης του πληθυσμού και καταστροφής, να βρεθούν με υπερδιπλάσια χρέη από την εποχή της αναδιαπραγμάτευσης τη δεκαετία του ’80.
Άλλες χώρες κατάφεραν να επιβάλουν την άρνηση, όπως η Βενεζουέλα το 2001, η Αργεντινή το 2003, η Βολιβία το 2004, το Εκουαδόρ το 2008 κ.ο.κ., ενώ αλλού ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται. Όσες χώρες το κατάφεραν, κατόρθωσαν να πατήσουν στα πόδια τους, άρχισαν μια νέα πορεία, έστω κι αν δεν έχουν κατορθώσει να λύσουν ακόμη τα προβλήματά τους, έστω κι αν υπάρχουν ενίοτε πισωγυρίσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως γλίτωσαν την οικονομική και κοινωνική καταστροφή.
Τι σημαίνει άρνηση της πληρωμής του χρέους
Η ελληνική κυβέρνηση επισήμως επιχειρεί να ταυτίσει την άρνηση πληρωμής του χρέους με την πτώχευση της χώρας. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα, σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Με απλά λόγια:
Γλιτώνουμε τα 8 με 11 δισ. ευρώ που έχουμε να πληρώσουμε στις 19 Μαΐου και για τα οποία η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα σκληρά μέτρα που ζήτησε η «τρόικα».
Γλιτώνουμε τα πάνω από 80 δισ. ευρώ που είμαστε αναγκασμένοι να καταβάλλουμε κάθε χρόνο στους δανειστές και για τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να δανειζόμαστε συνεχώς διογκώνοντας το δημόσιο χρέος.
1. «Μα δεν θα έχουμε λεφτά να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις» ισχυρίζεται η κυβέρνηση
Ψέμα. Το 97% όσων δανειστήκαμε την τελευταία δεκαετία πήγαν στην εξυπηρέτηση παλαιότερων δανείων. Μόλις το 3% κάλυψε ελλείμματα του Δημοσίου!
Μόνο με την πτώχευση και την παύση πληρωμών που ετοιμάζουν η κυβέρνηση και οι επιτηρητές της δεν θα πληρώνονται μισθοί και συντάξεις.
Μόνο με την πολιτική που ακολουθείται σήμερα είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα καταντήσουμε σαν την Ιρλανδία, την οποία οι περιοριστικές πολιτικές ανάγκασαν, μετά την περικοπή του 13ου και 12ου μισθού, να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους κάθε δεύτερο ή τρίτο μήνα.
Μόνο με αυτή την πολιτική θα βρεθεί στην ανάγκη η κυβέρνηση να δεσμεύσει τις λαϊκές καταθέσεις στις τράπεζες, όπως έγινε στην Αργεντινή, προκειμένου να περισώσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας, το οποίο βρίσκεται ένα μόλις βήμα πριν από τη χρεοκοπία.
Αντίθετα, γλιτώνοντας από τον φόρο αίματος που πληρώνει η χώρα στους δανειστές, ο οποίος το 2009 έφτασε στο 35% του ΑΕΠ, όχι μόνο μπορούμε να συνεχίσουμε να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις, αλλά και με τους πόρους που θα περισώσουμε μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια γενναία αναδιανομή εισοδημάτων προς όφελος πρώτα και κύρια των μισθωτών και συνταξιούχων. Κι αυτό όχι μόνο ή απλώς για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης ή βελτίωσης του επιπέδου της ζωής τους, αλλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να ξεκινήσει μια αληθινή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
2. Μα, λένε, δεν θα μπορούμε να δανειστούμε για να καλύψουμε το έλλειμμα του κράτους
Είναι αλήθεια ότι με την άρνηση της χώρας να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της δεν θα μπορέσει ξανά να βγει στη διεθνή αγορά ομολόγων για να δανειστεί. Αυτό, όμως, δεν είναι κακό, αλλά καλό. Αλίμονο αν η χώρα χρειάζεται να δανείζεται από τη διεθνή κερδοσκοπία: έχει χάσει το παιχνίδι από χέρι. Αν εκλείψει η εξυπηρέτηση των δανείων, οι πραγματικές δανειακές ανάγκες της χώρας είναι ασήμαντες. Κάλλιστα μπορεί να τις καλύψει από το εσωτερικό, με όπλο το δικό της εθνικό νόμισμα, όπως έκανε για δεκαετίες πριν μπει στο ευρώ, χωρίς να κινδυνεύει από χρεοκοπία.
3. Το έλλειμμα του κράτους δεν αποτελεί ταμπού
Αν το κράτος σπαταλά τα έσοδά του σε «ημετέρους», κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και μεγαλοεργολάβους και γενικά στο «τάισμα» της κομματικής ολιγαρχίας, τότε τα ελλείμματά του είναι εκ φύσεως παρασιτικά και αποτελούν μεγάλο βραχνά για την οικονομία. Αντίθετα, αν το έλλειμμα του κράτους εντάσσεται σε ένα ευρύ δημοκρατικό σχέδιο επενδύσεων στην παραγωγή, που εξασφαλίζει για τον εργαζόμενο πληθυσμό σταθερή απασχόληση με αξιοπρεπείς αμοιβές και στην οικονομία ως σύνολο νέο εισόδημα, τότε μπορεί να αποτελέσει έναν από τους στυλοβάτες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
4. Τι θα γίνει όμως με τους «γύπες» της αγοράς;
Μόνο με τη μονομερή άρνηση της πληρωμής του χρέους μπορούν να αντιμετωπιστούν. Υπό την προϋπόθεση της αποχώρησης από την Ευρωζώνη, η οποία όχι μόνο παρέχει τη δυνατότητα να επανέλθουμε στο εθνικό νόμισμα και να αποκτήσουμε τον έλεγχο της οικονομίας, αλλά και στερεί από τους «γύπες» τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια εις βάρος μας. Το να πτωχεύσει η χώρα εντός του ευρώ είναι γι’ αυτά τα κεφάλαια η πιο πρόσφορη λύση.
5. Όμως μια επαναφορά στο εθνικό νόμισμα δεν σημαίνει διαρκείς υποτιμήσεις και οικονομική καταστροφή;
Δεν είναι αλήθεια. Η Ελλάδα πριν μπει στο ευρώ υπέστη με τους χειρότερους δυνατούς όρους πάνω από 12 επίσημες υποτιμήσεις της δραχμής σε ολόκληρη την μεταπολίτευση. Καμιά απ’ αυτές δεν την οδήγησε στη χρεωκοπία. Η επαναφορά στο εθνικό νόμισμα δεν θα γίνει για να το διαθέσουμε βορά στους κερδοσκόπους της παγκόσμιας αγοράς συναλλάγματος, όπως έκαναν ανέκαθεν οι κυβερνήσεις αυτής της χώρας, αλλά για να λυτρωθούμε από τις διαρκείς πιέσεις της κερδοσκοπίας, να ελέγξουμε την οικονομία μας, να χρηματοδοτήσουμε την παραγωγική της ανάπτυξη, να στηρίξουμε το λαϊκό εισόδημα, να επαναπροσανατολίσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
Το αν μια υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος είναι καταστροφική ή ευεργετική για την παραγωγή και τα εισοδήματα εξαρτάται πρωτίστως από την πολιτική που το υποστηρίζει.
Αν συνοδεύεται από πολιτική σκληρής λιτότητας, παραγωγικής απο-επένδυσης, ανοίγματος των αγορών και διάλυσης του «κοινωνικού κράτους» στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», τότε πράγματι οδηγεί στην καταστροφή.
Αν γίνεται για να χρηματοδοτηθούν η παραγωγή και οι εξαγωγές της, αν συνοδεύεται με ισχυρές πολιτικές κοινωνικής προστασίας και στήριξης του λαϊκού εισοδήματος, τότε ακόμη και μια απρόσμενη μεγάλη υποτίμηση δεν θα επιφέρει σοβαρή ζημιά στην οικονομία και την κοινωνία.
6. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν θα καταρρεύσει;
Το σίγουρο είναι ότι ήδη οι τράπεζες είναι υπό κατάρρευση. Ο μόνος τρόπος για να διασωθούν, μαζί με τις λαϊκές αποταμιεύσεις και καταθέσεις, είναι η εθνικοποίηση των βασικών τραπεζών και η μεταστροφή τους από ιδρύματα σαράφικης εκμετάλλευσης της επιχείρησης και του νοικοκυριού σε μοχλούς αναδιοργάνωσης και αναπτυξιακής στήριξης της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, του ατομικού παραγωγού και επιχειρηματία και του νοικοκυριού. Έτσι μπορεί να ελεγχθεί και η εκροή κεφαλαίου στο εξωτερικό, που αποτελεί μια από τις πιο μεγάλες πληγές της ελληνικής οικονομίας.
Η μονομερής άρνηση της πληρωμής του χρέους, όπως κι αν την δει κανείς, είναι ο μόνος τρόπος για να διασωθεί η χώρα από την πτώχευση και την καταστροφή και η μόνη ευκαιρία για να διασώσουν οι εργαζόμενοι τα εισοδήματά τους, τη δουλειά τους, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους. Για να υπάρξει προοπτική για τους νέους, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους, για την ίδια τη χώρα…
* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι οικονομολόγος – αναλυτής.